πέρδικα

πέρδικα
I
Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες.
Εκτός από την πετροπέρδικα, άλλα είδη είναι η αλεκτορίδα ή κόκκινη πέρδικα (alectoris rufa), που απαντά στην Ευρώπη. Έχει συνολικό μήκος 35 εκ., ζει στις ορεινές και λοφώδεις ζώνες και μένει πάντοτε στο έδαφος, όπου αναζητεί σπόρους, καρπούς, έντομα και τις προνύμφες τους. Κατά τα τέλη Απριλίου το θηλυκό γεννά, σε μια τρύπα του εδάφους, 12-18 αβγά, τα οποία κλωσσά χωρίς τη βοήθεια του αρσενικού, για τρεις περίπου εβδομάδες.
Η π. η γνήσια (perdix perdix) μοιάζει με το ορτύκι, αλλά δεν έχει πλήκτρο στους ταρσούς και το μήκος της είναι συνολικά 30 περίπου εκ. Ο φασιανίδης αυτός είναι διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και –ύστερα από εισαγωγή εκεί– στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα είναι γνωστή με τα κοινά ονόματα λιβαδοπέρδικα, καμπίσια π., ατταγάς ή ταγηνάρι: ζει στις πεδιάδες και στους λόφους, απαντάται όμως καμιά φορά και στα βουνά, μέχρι το ύψος των 1.000 μ. περίπου· η τροφή της αποτελείται από βλαστούς, σπόρους και μικρά ζώα.
Η π. της Σαρδηνίας (alectoris barbara), που έχει μήκος 35 περίπου εκ. και ζωηρόχρωμο πτέρωμα, είναι διαδεδομένη στη Σαρδηνία και στη βορειοδυτική Αφρική. Αντίθετα με την ερυθρή π., με την οποία έχει κοινό τύπο διατροφής, η π. αυτή ζει συχνά στα δέντρα τα αβγά της τα κλωσσά επί είκοσι περίπου ημέρες.
Η λευκή π.(lagopus mutus), που ανήκει στην οικογένεια των Τετραονιδών, έχει μήκος 35 εκ. περίπου και είναι διαδομένη, με διάφορα υποείδη της, στις ορεινές περιοχές της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής σε υψόμετρο μεταξύ 1.500-3.000.
Μια κόκκινη πέρδικα (alectoris rufa), που ζει και στην Ελλάδα.
Πέρδικα της Σαρδηνίας (alectoris barbara). H πέρδικα αυτή έχει οξύτατη ακοή. Ζει επίσης και στη βορειοδυτική Αφρική και πολλαπλασιάζεται με γοργό ρυθμό καθώς αντέχει τις δυσμένεις χειμερινές καιρικές συνθήκες.
Μια πετροπέρδικα ή ορεινή πέρδικα, που ζει και στην Ελλάδα (alectoris graeca).
Λευκές πέρδικες (lagopus mutus).
Πέρδικα η γνήσια (perdix perdix), που ζει και στην Ελλάδα, γνωστή με το όνομα λιβαδοπέρδικα.
II
Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι (serranus ο abrilla) της οικογένειας των Σερρανιδών. Επιστημονικά λέγεται σερράνος. Έχει μήκος, κατά μέσο όρο, 30 εκ. και αναγνωρίζεται εύκολα από τις δέκα σκούρες εγκάρσιες λουρίδες που χαράζουν το ανοιχτό καφέ χρώμα του δέρματος του. Ζει στον ανατολικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο και στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου προτιμά τους πετρώδεις βυθούς, των 30-50 μ. Η τροφή του αποτελείται από μικρά ψάρια και καρκινοειδή. Ένα συγγενικό είδος, αλλά με μήκος μόνο 20 περίπου εκ., είναι οσ. ο γραφεύς που διακρίνεται για τα λεπτά γαλάζια σχέδια που στολίζουν τα πλευρά της κεφαλής του και θυμίζουν γράμματα. Το ψάρι αυτό ζει σε μικρά βάθη, κοντά στις ακτές του Ατλαντικού και στη Μεσόγειο, καθώς και στα ελληνικά νερά. Τα δύο αυτά ψάρια, όπως και μερικά άλλα είδη της οικογένειας των σερρανιδών, είναι ερμαφρόδιτα. Το κρέας τους είναι φαγώσιμο και τρώγονται συνήθως βραστά.
* * *
η / πέρδιξ και κρητ. τ. πήριξ, -ικος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ
ονομασία πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποδίδεται σήμερα σε δύο γένη μεγαλύτερων από τα ορτύκια πουλιών, με ογκώδες σώμα, κοντή ουρά, δυνατό ράμφος και ισχυρά πόδια
νεοελλ.
1. μτφ. όμορφη γυναίκα με ζωηρά μάτια και προτεταμένο στήθος η οποία περπατάει χαριτωμένα και καμαρωτά
νεοελλ.-μσν.
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέρδ-ιξ, -ικος ανάγεται στο θ. περδ- τού πέρδομαι «κλάνω» με επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. βέμβ-ιξ), πιθ. λόγω τού θορύβου που προκαλεί το πουλί όταν πετάει. Τον τ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. perdix)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέρδικα — η πουλί του βουνού και του κάμπου, ονομαστό για το χαρακτηριστικό βάδισμά του (περπατάει σαν πέρδικα) και για το νόστιμο κρέας του: Πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί (Χριστοβασίλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρδικα — Sp Pèrdika Ap Πέρδικα/Perdika L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πέρδικα — Πέρδιξ partridge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρδικα — πέρδῑκα , πέρδιξ partridge masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδικάκι — Ορεινός οικισμός (517 κάτ., υψόμ. 740 μ.), στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (57 τ. χλμ., ... κάτ.) στην οποία ανήκουν και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Πηγάδια (υψόμ. 840 μ.). * * * το… …   Dictionary of Greek

  • περδικούλα — η [πέρδικα] 1. υποκορ. τού πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα 2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας 3. μτφ. φρ. «τό λέει η περδικούλα του» το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • περδικήσιος — α, ο 1. αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής πέρδικας ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «περδικήσιο βάδισμα» β. «περδικήσια αβγά») 2. ο όμοιος με την πέρδικα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περδικήσια (ιδίως για βηματισμό) κατά τον τρόπο τής… …   Dictionary of Greek

  • περδικικός — ή, όν, Α [πέρδιξ, ικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα ή αυτός που χρησιμεύει στην πέρδικα («περδικικὸς οἰκίσκος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”